Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

kerb crawling


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο crawling παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: kerb
Σε αυτή τη σελίδα: crawling, crawl

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crawling n (moving on hands and knees)μπουσούλισμα ουσ ουδ
 Crawling is what babies do before they learn to walk.
crawling with [sth/sb] adj + prep (very crowded with)γεμάτος με κπ/κτ επίθ + πρόθ
  που βρίθει από κπ/κτ περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crawling n (defect in painted surface) (μεταφορικά)νερά ουσ ουδ πλ
 Crawling may occur if the paint is applied to a dirty surface.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crawl vi (insect: creep)περπατάω ρ αμ
  προχωράω ρ αμ
  κινούμαι ρ αμ
 Betty watched the spider crawling on the wall.
crawl vi (move on all fours)έρπω ρ αμ
  σέρνομαι ρ αμ
  (μωρό)μπουσουλάω, μπουσουλώ ρ αμ
 The baby crawled across the floor.
 Το μωρό μπουσούλησε στο πάτωμα.
crawl vi figurative (time: go slowly)κυλάω αργά, περνάω αργά ρ αμ + επίρ
 While I was at school, time seemed to crawl.
 Όσο ήμουν στο σχολείο ο χρόνος έμοιαζε να κυλάει αργά.
crawl vi figurative (vehicle: move slowly) (λόγω κίνησης)πάω σημειωτόν, πηγαίνω σημειωτόν, κινούμαι σημειωτόν περίφρ
  (καθομιλουμένη)πάω πρώτη νεκρό έκφρ
  (για οποιοδήποτε λόγο)κινούμε πολύ αργά έκφρ
 The traffic is crawling; I'm going to be very late to work.
 The old car crawled along, smoke billowing from its engine.
 Πάω πρώτη νεκρό στην κίνηση, θα αργήσω πολύ στη δουλειά μου.
 Το παλιό αμάξι προχωρούσε πολύ αργά με ένα σύννεφο καπνού να βγαίνει απ' τη μηχανή του.
crawl n figurative (slow pace) (καθομιλουμένη)σύρσιμο ουσ ουδ
 At rush hour, traffic slows to a crawl.
crawl,
front crawl,
Australian crawl
n
(swimming stroke) (στυλ κολύμβησης)ελεύθερο επίθ ως ουσ ουδ
  κρόουλ ουσ ουδ άκλ
 The swimming coach helped John improve his crawl.
 Ο προπονητής κολύμβησης βοήθησε τον Τζον να βελτιωθεί στο ελεύθερο (or: κρόουλ).
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
crawl | crawling
ΑγγλικάΕλληνικά
crawl into [sth] vtr phrasal insep (creep inside)μπαίνω σε κτ ρ αμ + αμ
  (καθομιλουμένη)χώνομαι σε κτ ρ αμ + επίρ
  τρυπώνω σε κτ ρ αμ + επίρ
 He crawled into bed as quietly as possible so as not to wake his wife.
crawl out of [sth] vi phrasal + prep (creep outside)βγαίνω έρποντας ρ αμ + μτχ ενεστ
  σέρνομαι έξω από κτ έκφρ
 She crawled out of her sleeping bag to see if it was a bear making all the noise outside her tent.
 Βγήκε έρποντας από τον υπνόσακό της για να δει αν ήταν αρκούδα που έκανε όλο τον θόρυβο έξω από τη σκηνή της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
crawling | crawl
ΑγγλικάΕλληνικά
data crawling,
web crawling
n
(web: automated search) (αυτόματη συλλογή δεδομένων)web crawling ουσ ουδ άκλ
  ανίχνευση ιστού περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση kerb crawling στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «kerb crawling».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!